ασυμβούλευτος

ασυμβούλευτος
η , ο [ος , ον ]
1) не слушающий советов; 2) сделанный самовольно, без советов, без консультаций

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ασυμβούλευτος" в других словарях:

  • ασυμβούλευτος — η, ο (AM ἀσυμβούλευτος, ον) εκείνος που δεν έχει δεχθεί συμβουλές για κάποιο θέμα νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει κάποιον να τον συμβουλέψει 2. (για πράξεις) ασύνετος, απερίσκεπτος …   Dictionary of Greek

  • ακαθοδήγητος — η, ο [καθοδηγώ] αυτός που δεν τόν έχουν καθοδηγήσει σωστά, ασυμβούλευτος …   Dictionary of Greek

  • ανοδήγητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει οδηγό, που δεν οδηγείται 2. μτφ. ασυμβούλευτος, αχειραγώγητος …   Dictionary of Greek

  • ανορμήνευτος — η, ο αυτός που δεν πήρε ορμήνειες, ασυμβούλευτος, ακαθοδήγητος …   Dictionary of Greek

  • ακαθοδήγητος — η, ο αυτός που δεν καθοδηγήθηκε, ασυμβούλευτος: Στις ενέργειές του αυτές δεν ήταν ακαθοδήγητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»